- καθαρουργικός
- καθαρουργικός, -ή, -όν (Μ) [καθαρουργία]κατεργασμένος με τέλειο, καθαρό, καλλιτεχνικό τρόπο, φίνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθαρουργικῆς — καθαρουργικός sifted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)